- τράβαλα
- τα злоключения, неприятности, страдания, мучения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τράβαλα — τράβαλα, τα και ντράβαλα, τα (λ. ιταλ.), φασαρίες, στενοχώριες, περιπέτειες: Έχω ντράβαλα με τον προϊστάμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τράβαλα — και ντράβαλα, τα, Ν περιπέτειες, φασαρίες, μπλεξίματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. travaglio «πόνος, βάσανο, έγνοια»] … Dictionary of Greek
ντράβαλα — τα βλ. τράβαλα … Dictionary of Greek